Φυλακισμένος στα τούρκικα

Μετάφραση: φυλακισμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tutuklu, esir, tutsak, esiri, mahkumun
Φυλακισμένος στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φυλακισμένος

φυλακισμένος της διπλανής πόρτας, ο φυλακισμένος, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας θεσσαλονικη, φυλακισμένος άφησε εγκύους τέσσερις δεσμοφύλακες, ονειροκρίτης φυλακισμένος, φυλακισμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, φυλακισμένος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • φυλακή στα τούρκικα - tutukevi, cezaevi, hapis, hapishane, prison, cezaevinde
  • φυλακίζω στα τούρκικα - stajyer, intern, intörn, stajyeri, stajyerim
  • φυλαχτό στα τούρκικα - muska, nazarlık, tılsım, talisman, tılsımı, bir tılsım, tılsımdır
  • φυλετικός στα τούρκικα - kabile, aşiret, tribal, kabilesel, kabileye ait
Τυχαίες λέξεις
Φυλακισμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: tutuklu, esir, tutsak, esiri, mahkumun