Φυλακισμένος στα ουγγρικά

Μετάφραση: φυλακισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogoly, elítélt, letartóztatott, rab, foglyot, foglya, fogvatartott
Φυλακισμένος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φυλακισμένος

φυλακισμένος της διπλανής πόρτας, ο φυλακισμένος, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας θεσσαλονικη, φυλακισμένος άφησε εγκύους τέσσερις δεσμοφύλακες, ονειροκρίτης φυλακισμένος, φυλακισμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, φυλακισμένος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • φυλακή στα ουγγρικά - fogda, börtön, börtönben, börtönbe, börtönből, börtönbüntetésre
  • φυλακίζω στα ουγγρικά - gyakornok, intern, gyakornokként, gyakornoki, gyakornoknak
  • φυλαχτό στα ουγγρικά - talizmán, Talisman, talizmánt, A Talisman
  • φυλετικός στα ουγγρικά - törzsi, a törzsi, tribal, törzsek, törzs
Τυχαίες λέξεις
Φυλακισμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: fogoly, elítélt, letartóztatott, rab, foglyot, foglya, fogvatartott