Φυλακισμένος στα ρωσικά

Μετάφραση: φυλακισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
арестант, арестантка, пленник, узник, зэк, подсудимый, арестованный, военнопленный, заключённый, заключенный, узником, в плен, пленный
Φυλακισμένος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φυλακισμένος

φυλακισμένος της διπλανής πόρτας, ο φυλακισμένος, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας θεσσαλονικη, φυλακισμένος άφησε εγκύους τέσσερις δεσμοφύλακες, ονειροκρίτης φυλακισμένος, φυλακισμένος λεξικό γλώσσας ρωσικά, φυλακισμένος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • φυλακή στα ρωσικά - острог, тюрьма, кутузка, тюрьмы, тюрьме, тюремный, тюрьмой
  • φυλακίζω στα ρωσικά - арестовать, заточать, интерн, стажер, стажером, стажировку, стажера
  • φυλαχτό στα ρωσικά - амулет, талисман, ладанка, талисманом, Talisman, талисмана
  • φυλετικός στα ρωσικά - расовый, племенной, племенных, племени, племенные, племенная
Τυχαίες λέξεις
Φυλακισμένος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: арестант, арестантка, пленник, узник, зэк, подсудимый, арестованный, военнопленный, заключённый, заключенный, узником, в плен, пленный