Φυλακισμένος στα γερμανικά
Μετάφραση: φυλακισμένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
häftling, gefangene, gefangener, Gefangene, Häftling, Gefangenen, Gefangener, gefangen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φυλακισμένος
φυλακισμένος της διπλανής πόρτας, ο φυλακισμένος, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας θεσσαλονικη, φυλακισμένος άφησε εγκύους τέσσερις δεσμοφύλακες, ονειροκρίτης φυλακισμένος, φυλακισμένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, φυλακισμένος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- φυλακή στα γερμανικά - gefängnis, einsperren, kerker, Gefängnis, Gefängnisses, dem Gefängnis
- φυλακίζω στα γερμανικά - einsperren, Assistenzarzt, internieren, intern
- φυλαχτό στα γερμανικά - talisman, amulett, Talisman, Glücksbringer, Talismans
- φυλετικός στα γερμανικά - rassen-, rassisch, Stammes-, Stammes, tribal, stammes
Τυχαίες λέξεις
Φυλακισμένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: häftling, gefangene, gefangener, Gefangene, Häftling, Gefangenen, Gefangener, gefangen
Μεταφράσεις: häftling, gefangene, gefangener, Gefangene, Häftling, Gefangenen, Gefangener, gefangen