Καθοριστικός στα γερμανικά

Μετάφραση: καθοριστικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
maßgeblich, entscheidend, bestimmend, Determinante, Faktor, Bestimmungs
Καθοριστικός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθοριστικός

καθοριστικόσ ετυμολογία, καθοριστικός συνώνυμα, καθοριστικόσ ο ρόλοσ τησ ελλάδασ στη διαμόρφωση τησ ευρωπαϊκήσ ψηφιακήσ στρατηγικήσ, καθοριστικός στα αγγλικα, καθοριστικός english, καθοριστικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, καθοριστικός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • καθορίζω στα γερμανικά - bestimmen, angeben, einzelbestimmung, zitieren, anführungszeichen, anbieten, anführungsstrich, ...
  • καθορισμένος στα γερμανικά - menge, einstellen, legen, aufstellen, reihe, setzen, garnitur, ...
  • καθρέφτης στα γερμανικά - außenspiegel, widerspiegeln, spiegel, spiegeln, reflektieren, Spiegel, Spiegels
  • καθυστέρηση στα γερμανικά - stockung, überfall, verzögerung, verzögern, verkehrsbehinderung, verzug, raubüberfall, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθοριστικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: maßgeblich, entscheidend, bestimmend, Determinante, Faktor, Bestimmungs