Καθοριστικός στα λιθουανικά

Μετάφραση: καθοριστικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
determinantas, lemiamas, lemiantis, veiksnys, lemiantis veiksnys
Καθοριστικός στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθοριστικός

καθοριστικόσ ετυμολογία, καθοριστικός συνώνυμα, καθοριστικόσ ο ρόλοσ τησ ελλάδασ στη διαμόρφωση τησ ευρωπαϊκήσ ψηφιακήσ στρατηγικήσ, καθοριστικός στα αγγλικα, καθοριστικός english, καθοριστικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καθοριστικός στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • καθορίζω στα λιθουανικά - apibūdinti, apibrėžti, nustatyti, nustato, apibrėžia
  • καθορισμένος στα λιθουανικά - aibė, fiksuotas, fiksuoto, fiksuota, fiksuotų, fiksuotos
  • καθρέφτης στα λιθουανικά - veidrodis, Mirror, veidrodėlis
  • καθυστέρηση στα λιθουανικά - trukti, delsimas, uždelsimas, vėlavimas, vėlavimo, vėlavimą
Τυχαίες λέξεις
Καθοριστικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: determinantas, lemiamas, lemiantis, veiksnys, lemiantis veiksnys