Καθοριστικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: καθοριστικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вызначальнік, вызначнік
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθοριστικός
καθοριστικόσ ετυμολογία, καθοριστικός συνώνυμα, καθοριστικόσ ο ρόλοσ τησ ελλάδασ στη διαμόρφωση τησ ευρωπαϊκήσ ψηφιακήσ στρατηγικήσ, καθοριστικός στα αγγλικα, καθοριστικός english, καθοριστικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καθοριστικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- καθορίζω στα λευκορωσικά - вызначаць, вызначыць
- καθορισμένος στα λευκορωσικά - пошта, узяць, падымаццa, саджаць, фіксаваны
- καθρέφτης στα λευκορωσικά - люстра, лёд, люстэрка, Зеркало
- καθυστέρηση στα λευκορωσικά - затрымка
Τυχαίες λέξεις
Καθοριστικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: вызначальнік, вызначнік
Μεταφράσεις: вызначальнік, вызначнік