Καθοριστικός στα σουηδικά
Μετάφραση: καθοριστικός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
determinant, determinanten, avgörande, faktor, faktorn
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθοριστικός
καθοριστικόσ ετυμολογία, καθοριστικός συνώνυμα, καθοριστικόσ ο ρόλοσ τησ ελλάδασ στη διαμόρφωση τησ ευρωπαϊκήσ ψηφιακήσ στρατηγικήσ, καθοριστικός στα αγγλικα, καθοριστικός english, καθοριστικός λεξικό γλώσσας σουηδικά, καθοριστικός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- καθορίζω στα σουηδικά - citat, bestämma, besluta, citera, definiera, fastställa, definierar, ...
- καθορισμένος στα σουηδικά - uppsättning, placera, band, gäng, ställa, grupp, sätta, ...
- καθρέφτης στα σουηδικά - återspegla, spegel, Spegel, Mirror, Spegelvänd, Speglar
- καθυστέρηση στα σουηδικά - försena, dröjsmål, uppehålla, uppskov, anstånd, fördröjning, fördröjnings, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθοριστικός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: determinant, determinanten, avgörande, faktor, faktorn
Μεταφράσεις: determinant, determinanten, avgörande, faktor, faktorn