Καθοριστικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καθοριστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
determinante, determinantes, fator determinante, factor determinante
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθοριστικός
καθοριστικόσ ετυμολογία, καθοριστικός συνώνυμα, καθοριστικόσ ο ρόλοσ τησ ελλάδασ στη διαμόρφωση τησ ευρωπαϊκήσ ψηφιακήσ στρατηγικήσ, καθοριστικός στα αγγλικα, καθοριστικός english, καθοριστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καθοριστικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καθορίζω στα πορτογαλικά - decidir, citações, deliberar, julgar, deteriorar, especifique, definir, ...
- καθορισμένος στα πορτογαλικά - bando, travar, grupo, aparelho, terno, cáfila, sessão, ...
- καθρέφτης στα πορτογαλικά - minutos, espelho, reflectir, espelho de, do espelho, mirror, de espelho
- καθυστέρηση στα πορτογαλικά - adiar, atraso, tardar, retardar, demorar, adiamento, alongar, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθοριστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: determinante, determinantes, fator determinante, factor determinante
Μεταφράσεις: determinante, determinantes, fator determinante, factor determinante