Κρίνω στα δανικά
Μετάφραση: κρίνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tro, dommer, dommeren, dømme, dommerens
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρίνω
κρίνω ετυμολογία, κρίνω συνώνυμο, κρίνω αρχικοί χρόνοι, κρίνω english, κρίνω λύνω, κρίνω λεξικό γλώσσας δανικά, κρίνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- κρίμα στα δανικά - medlidenhed, skændsel, skam, unåde, ærgerligt, synd
- κρίνος στα δανικά - lilje, lily, af Lily, lilybillede, Liljen
- κρίση στα δανικά - krise, krisen, kriser
- κρίσιμος στα δανικά - kritisk, kritiske, afgørende, vigtigt, vigtig
Τυχαίες λέξεις
Κρίνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tro, dommer, dommeren, dømme, dommerens
Μεταφράσεις: tro, dommer, dommeren, dømme, dommerens