Κρίνω στα τσεχικά
Μετάφραση: κρίνω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
myslit, mínit, považovat, soudce, rozhodčí, soudcem, soud
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρίνω
κρίνω ετυμολογία, κρίνω συνώνυμο, κρίνω αρχικοί χρόνοι, κρίνω english, κρίνω λύνω, κρίνω λεξικό γλώσσας τσεχικά, κρίνω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- κρίμα στα τσεχικά - litovat, hanba, milosrdenství, útrpnost, ostuda, zahanbit, politovat, ...
- κρίνος στα τσεχικά - lilie, lily, liliového, Lilly, leknín
- κρίση στα τσεχικά - úsudek, rozsudek, názor, mínění, posudek, soud, krize, ...
- κρίσιμος στα τσεχικά - kritický, klíčový, rozhodující, kritické, kritická, zásadní
Τυχαίες λέξεις
Κρίνω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: myslit, mínit, považovat, soudce, rozhodčí, soudcem, soud
Μεταφράσεις: myslit, mínit, považovat, soudce, rozhodčí, soudcem, soud