Κρίνω στα σουηδικά
Μετάφραση: κρίνω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
domare, domaren, bedöma, domstol
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρίνω
κρίνω ετυμολογία, κρίνω συνώνυμο, κρίνω αρχικοί χρόνοι, κρίνω english, κρίνω λύνω, κρίνω λεξικό γλώσσας σουηδικά, κρίνω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- κρίμα στα σουηδικά - medlidande, skam, synd, ömka, synd att, beklagligt, tråkigt
- κρίνος στα σουηδικά - lilja, lily, liljan
- κρίση στα σουηδικά - kris, krisen
- κρίσιμος στα σουηδικά - kritisk, kritiska, kritiskt, avgörande
Τυχαίες λέξεις
Κρίνω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: domare, domaren, bedöma, domstol
Μεταφράσεις: domare, domaren, bedöma, domstol