Κρίνω στα ιταλικά
Μετάφραση: κρίνω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
giudice, giudicare, giudice di, giudice ha, magistrato
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρίνω
κρίνω ετυμολογία, κρίνω συνώνυμο, κρίνω αρχικοί χρόνοι, κρίνω english, κρίνω λύνω, κρίνω λεξικό γλώσσας ιταλικά, κρίνω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κρίμα στα ιταλικά - obbrobrio, peccato, compatire, vergogna, onta, disonore, compassione, ...
- κρίνος στα ιταλικά - giglio, lily, giglio di, di giglio, del giglio
- κρίση στα ιταλικά - sentenza, giudizio, crisi, delle crisi, crisi del, di crisi, crisi di
- κρίσιμος στα ιταλικά - critico, critica, fondamentale, critiche, critici
Τυχαίες λέξεις
Κρίνω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: giudice, giudicare, giudice di, giudice ha, magistrato
Μεταφράσεις: giudice, giudicare, giudice di, giudice ha, magistrato