Κρίνω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: κρίνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
судијата, судија
Κρίνω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κρίνω

κρίνω ετυμολογία, κρίνω συνώνυμο, κρίνω αρχικοί χρόνοι, κρίνω english, κρίνω λύνω, κρίνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κρίνω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • κρίμα στα σλαβομακεδονικά - срамот, штета, тажно, сожалување, милост, жал
  • κρίνος στα σλαβομακεδονικά - крин, Лили, лилјани, нарцис, лилјан
  • κρίση στα σλαβομακεδονικά - кризата, криза, со кризи, кризни, кризи
  • κρίσιμος στα σλαβομακεδονικά - критична, критичните, критичко, критични, критички
Τυχαίες λέξεις
Κρίνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: судијата, судија