Κρίνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: κρίνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dómari, dæma, dómarinn, dómara
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρίνω
κρίνω ετυμολογία, κρίνω συνώνυμο, κρίνω αρχικοί χρόνοι, κρίνω english, κρίνω λύνω, κρίνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κρίνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κρίμα στα ισλανδικά - háðung, vorkunn, synd, aumkva, samúð, mein, leiðinlegt, ...
- κρίνος στα ισλανδικά - Lily, lilja, lilju
- κρίση στα ισλανδικά - dómur, kreppu, Kreppan, kreppa, hættutímum, á hættutímum
- κρίσιμος στα ισλανδικά - mikilvægt, gagnrýninn, afgerandi, mikilvæg, sköpum
Τυχαίες λέξεις
Κρίνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dómari, dæma, dómarinn, dómara
Μεταφράσεις: dómari, dæma, dómarinn, dómara