Οφθαλμός στα δανικά

Μετάφραση: οφθαλμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
øje, eye, øjet, øjne, øjnene
Οφθαλμός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οφθαλμός

οφθαλμός ηλιούπολη, οφθαλμός του βόνταν, οφθαλμός οπτικά, οφθαλμόσ αντί οφθαλμού, οφθαλμός γλυφάδα, οφθαλμός λεξικό γλώσσας δανικά, οφθαλμός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ουσιώδης στα δανικά - afgørende, væsentlige, vigtigt, væsentlig, væsentligt
  • οφείλω στα δανικά - skylde, skylder, takke
  • οχετός στα δανικά - kloakledning, afløb, dræne, tagrende, tømme, drænes, tømmes
  • οχιά στα δανικά - viper, hugorm, Øgle
Τυχαίες λέξεις
Οφθαλμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: øje, eye, øjet, øjne, øjnene