Οφθαλμός στα τούρκικα

Μετάφραση: οφθαλμός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
göz, orta, merkez, Eye, gözü, Gözlerin
Οφθαλμός στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οφθαλμός

οφθαλμός ηλιούπολη, οφθαλμός του βόνταν, οφθαλμός οπτικά, οφθαλμόσ αντί οφθαλμού, οφθαλμός γλυφάδα, οφθαλμός λεξικό γλώσσας τούρκικα, οφθαλμός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ουσιώδης στα τούρκικα - zorunlu, vazgeçilmez, esaslı, yaşamsal, gerekli, temel, esastır, ...
  • οφείλω στα τούρκικα - borçlu, borçluyum, borçlusun, borçluyuz, borcun
  • οχετός στα τούρκικα - kanal, oluk, akıtmak, boşaltmak, drenaj, boşaltın, drene
  • οχιά στα τούρκικα - engerek, karayılan, viper, yılan, engerek yılanı, The Viper
Τυχαίες λέξεις
Οφθαλμός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: göz, orta, merkez, Eye, gözü, Gözlerin