Οφθαλμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: οφθαλμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
middelpunt, oog, kijker, binnenste, midden, middelmaat, centrum, oogje, ogen, eye, het oog
Οφθαλμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οφθαλμός

οφθαλμός ηλιούπολη, οφθαλμός του βόνταν, οφθαλμός οπτικά, οφθαλμόσ αντί οφθαλμού, οφθαλμός γλυφάδα, οφθαλμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οφθαλμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ουσιώδης στα ολλανδικά - noodzaak, fundamenteel, essentieel, onontbeerlijk, vitaal, onmisbaar, noodzakelijkheid, ...
  • οφείλω στα ολλανδικά - te danken hebben, verschuldigd zijn, schuldig zijn, verschuldigd, danken
  • οχετός στα ολλανδικά - gracht, afdruipen, riool, drainage, vaart, zinkput, cloaca, ...
  • οχιά στα ολλανδικά - adder, Viper, slang, adder van, de Adder
Τυχαίες λέξεις
Οφθαλμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: middelpunt, oog, kijker, binnenste, midden, middelmaat, centrum, oogje, ogen, eye, het oog