Οφθαλμός στα ισλανδικά
Μετάφραση: οφθαλμός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
auga, augu, augað, augum, í auga
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οφθαλμός
οφθαλμός ηλιούπολη, οφθαλμός του βόνταν, οφθαλμός οπτικά, οφθαλμόσ αντί οφθαλμού, οφθαλμός γλυφάδα, οφθαλμός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, οφθαλμός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ουσιώδης στα ισλανδικά - nauðsynlegt, nauðsynleg, mikilvægt, ómissandi, grundvallaratriði
- οφείλω στα ισλανδικά - skuldar, skulda, eigum, skuldir, skuldum
- οχετός στα ισλανδικά - holræsi, tæma, renna, að tæma, renni
- οχιά στα ισλανδικά - Viper
Τυχαίες λέξεις
Οφθαλμός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: auga, augu, augað, augum, í auga
Μεταφράσεις: auga, augu, augað, augum, í auga