Οφθαλμός στα σουηδικά
Μετάφραση: οφθαλμός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
öga, ögla, ögon, ögat, Eye
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οφθαλμός
οφθαλμός ηλιούπολη, οφθαλμός του βόνταν, οφθαλμός οπτικά, οφθαλμόσ αντί οφθαλμού, οφθαλμός γλυφάδα, οφθαλμός λεξικό γλώσσας σουηδικά, οφθαλμός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ουσιώδης στα σουηδικά - vital, viktig, oumbärlig, väsentlig, grundläggande, väsentligt, väsentliga, ...
- οφείλω στα σουηδικά - skyldig, är skyldig, skyldiga, är skyldiga, tacka
- οχετός στα σουηδικά - rännsten, ränna, avlopp, dränera, rinna, tömma, tappa
- οχιά στα σουηδικά - huggorm, viper, huggormen, huggorms
Τυχαίες λέξεις
Οφθαλμός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: öga, ögla, ögon, ögat, Eye
Μεταφράσεις: öga, ögla, ögon, ögat, Eye