Οφθαλμός στα τσεχικά
Μετάφραση: οφθαλμός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
očko, otvor, oko, pozorovat, očí, oční, oka, oči
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οφθαλμός
οφθαλμός ηλιούπολη, οφθαλμός του βόνταν, οφθαλμός οπτικά, οφθαλμόσ αντί οφθαλμού, οφθαλμός γλυφάδα, οφθαλμός λεξικό γλώσσας τσεχικά, οφθαλμός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ουσιώδης στα τσεχικά - elementární, živý, důležitý, nevyhnutelný, zásadní, podstata, nezbytný, ...
- οφείλω στα τσεχικά - dlužit, vděčit, viset, dluží, dlužím, dlužíme, dlužíte
- οχετός στα τσεχικά - trubice, odliv, průplav, drén, vyschnout, vysušovat, odtok, ...
- οχιά στα τσεχικά - užovka, zmije, Viper, zmiji, ještěrka, zmijí
Τυχαίες λέξεις
Οφθαλμός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: očko, otvor, oko, pozorovat, očí, oční, oka, oči
Μεταφράσεις: očko, otvor, oko, pozorovat, očí, oční, oka, oči