Οφθαλμός στα γερμανικά
Μετάφραση: οφθαλμός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mittelpunkt, nadelöhr, knospe, auge, zentrum, mitte, öhr, Auge, Augen, Auges, Blick
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οφθαλμός
οφθαλμός ηλιούπολη, οφθαλμός του βόνταν, οφθαλμός οπτικά, οφθαλμόσ αντί οφθαλμού, οφθαλμός γλυφάδα, οφθαλμός λεξικό γλώσσας γερμανικά, οφθαλμός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ουσιώδης στα γερμανικά - unverzichtbar, dringlichkeit, unentbehrlich, vital, notwendig, unumgänglich, fundamental, ...
- οφείλω στα γερμανικά - schulden, verdanken, schuldig, verdanke, schulde
- οχετός στα γερμανικά - kanal, trockenlegung, dachrinne, abfließen, ablauf, entwässerung, entwässerungsgraben, ...
- οχιά στα γερμανικά - addierglied, addierwerk, addierer, zornnatter, natter, otter, Viper, ...
Τυχαίες λέξεις
Οφθαλμός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: mittelpunkt, nadelöhr, knospe, auge, zentrum, mitte, öhr, Auge, Augen, Auges, Blick
Μεταφράσεις: mittelpunkt, nadelöhr, knospe, auge, zentrum, mitte, öhr, Auge, Augen, Auges, Blick