Στόμα στα δανικά

Μετάφραση: στόμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mund, munding, munden, mundingen
Στόμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στόμα

στόμα του λύκου, στόμα με στόμα, στόμα ραψε, στόμα στεγνό, στόμα γεμάτο χώμα, στόμα λεξικό γλώσσας δανικά, στόμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • στόκος στα δανικά - kit, putty, spartelmasse, kittet
  • στόλος στα δανικά - flåde, flåden, flådens, fiskerflåden
  • στόμιο στα δανικά - munding, mund, munden, mundingen
  • στόχος στα δανικά - mål, hensigt, target, målet, målsætning
Τυχαίες λέξεις
Στόμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mund, munding, munden, mundingen