Στόμα στα ιταλικά

Μετάφραση: στόμα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abboccatura, bocca, imboccatura, la bocca, foce, della bocca, orale
Στόμα στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στόμα

στόμα του λύκου, στόμα με στόμα, στόμα ραψε, στόμα στεγνό, στόμα γεμάτο χώμα, στόμα λεξικό γλώσσας ιταλικά, στόμα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • στόκος στα ιταλικά - stucco, mastice, putty, grassello, grassello di
  • στόλος στα ιταλικά - flotta, naviglio, parco, della flotta, flotta di, flotte
  • στόμιο στα ιταλικά - bocca, apertura, imboccatura, abboccatura, orificio, la bocca, foce, ...
  • στόχος στα ιταλικά - scopo, obiettivo, mira, meta, traguardo, oggettivo, bersaglio, ...
Τυχαίες λέξεις
Στόμα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: abboccatura, bocca, imboccatura, la bocca, foce, della bocca, orale