Στόμα στα ουγγρικά
Μετάφραση: στόμα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
luk, bejárat, nyílás, száj, szája, száját, szájban, szájába
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στόμα
στόμα του λύκου, στόμα με στόμα, στόμα ραψε, στόμα στεγνό, στόμα γεμάτο χώμα, στόμα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, στόμα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- στόκος στα ουγγρικά - ragacs, gitt, putty, kenőcsek, a gitt, kitt
- στόλος στα ουγγρικά - hajóhad, flotta, flottát, flottája, flottájának, járműpark
- στόμιο στα ουγγρικά - luk, szájnyílás, bejárat, nyílás, száj, szája, száját, ...
- στόχος στα ουγγρικά - célpont, cél, célt, célkitűzés, megcélzott, célzott
Τυχαίες λέξεις
Στόμα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: luk, bejárat, nyílás, száj, szája, száját, szájban, szájába
Μεταφράσεις: luk, bejárat, nyílás, száj, szája, száját, szájban, szájába