Στόμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: στόμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
praten, mond, muil, bek, spreken, monding, de mond
Στόμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στόμα

στόμα του λύκου, στόμα με στόμα, στόμα ραψε, στόμα στεγνό, στόμα γεμάτο χώμα, στόμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στόμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στόκος στα ολλανδικά - stopverf, plamuur, putty, kit, plamuren
  • στόλος στα ολλανδικά - haastig, gezwind, snel, vlug, gauw, spoedig, vloot, ...
  • στόμιο στα ολλανδικά - opening, monding, muil, mond, spreken, bek, praten, ...
  • στόχος στα ολλανδικά - doelwit, doelstelling, objectief, honk, schietschijf, doel, mikpunt, ...
Τυχαίες λέξεις
Στόμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: praten, mond, muil, bek, spreken, monding, de mond