Στόμα στα ισλανδικά
Μετάφραση: στόμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjaftur, munni, munnur, munn, í munni, munnurinn
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στόμα
στόμα του λύκου, στόμα με στόμα, στόμα ραψε, στόμα στεγνό, στόμα γεμάτο χώμα, στόμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, στόμα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- στόκος στα ισλανδικά - kítti
- στόλος στα ισλανδικά - fljótur, floti, flotanum, flota, flotinn, Lo, flotans
- στόμιο στα ισλανδικά - munni, kjaftur, munnur, munn, í munni, munnurinn
- στόχος στα ισλανδικά - skotspónn, miða, markmið, skotmark, miðað, markmiðið
Τυχαίες λέξεις
Στόμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: kjaftur, munni, munnur, munn, í munni, munnurinn
Μεταφράσεις: kjaftur, munni, munnur, munn, í munni, munnurinn