Στόμα στα λιθουανικά

Μετάφραση: στόμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
burna, nagų, burnos, džiūvimas, burną
Στόμα στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στόμα

στόμα του λύκου, στόμα με στόμα, στόμα ραψε, στόμα στεγνό, στόμα γεμάτο χώμα, στόμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στόμα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • στόκος στα λιθουανικά - glaistas, glaistai, glaisto
  • στόλος στα λιθουανικά - laivynas, laivyno, parkas, laivyną, parką
  • στόμιο στα λιθουανικά - burna, nagų, burnos, džiūvimas, burną
  • στόχος στα λιθουανικά - taikinys, tikslas, tikslinė, tikslinės, tikslinis, taikiniu
Τυχαίες λέξεις
Στόμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: burna, nagų, burnos, džiūvimas, burną