Στόμα στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: στόμα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
устата, уста, на устата
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στόμα
στόμα του λύκου, στόμα με στόμα, στόμα ραψε, στόμα στεγνό, στόμα γεμάτο χώμα, στόμα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, στόμα στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- στόκος στα σλαβομακεδονικά - кит, на кит, китови, замазка, шпакловка
- στόλος στα σλαβομακεδονικά - флота, флотата, возен парк, парк, возниот парк
- στόμιο στα σλαβομακεδονικά - устата, уста, на устата
- στόχος στα σλαβομακεδονικά - целта, целни, цел, целна, целната
Τυχαίες λέξεις
Στόμα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: устата, уста, на устата
Μεταφράσεις: устата, уста, на устата