Στόμα στα εσθονικά
Μετάφραση: στόμα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suu, suue, suhu, suus, suud, suust
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στόμα
στόμα του λύκου, στόμα με στόμα, στόμα ραψε, στόμα στεγνό, στόμα γεμάτο χώμα, στόμα λεξικό γλώσσας εσθονικά, στόμα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- στόκος στα εσθονικά - kitt, putty, pahtel, pahtliga
- στόλος στα εσθονικά - laevastik, flotill, väle, laevastiku, laevastikku, kalalaevastiku, sõidukipargi
- στόμιο στα εσθονικά - suu, suue, pilu, suhu, suus, suud, suust
- στόχος στα εσθονικά - siht, sihtmärk, märklaud, eesmärk, eesmärgi, Sihtväärtust
Τυχαίες λέξεις
Στόμα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: suu, suue, suhu, suus, suud, suust
Μεταφράσεις: suu, suue, suhu, suus, suud, suust