Στόμα στα λευκορωσικά
Μετάφραση: στόμα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рот, казаць, гаварыць
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στόμα
στόμα του λύκου, στόμα με στόμα, στόμα ραψε, στόμα στεγνό, στόμα γεμάτο χώμα, στόμα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, στόμα στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- στόκος στα λευκορωσικά - шпатлёўка, шпатлевка
- στόλος στα λευκορωσικά - флот, флёт
- στόμιο στα λευκορωσικά - рот, казаць, гаварыць
- στόχος στα λευκορωσικά - мэта, мэту
Τυχαίες λέξεις
Στόμα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: рот, казаць, гаварыць
Μεταφράσεις: рот, казаць, гаварыць