Συνεταιρισμός στα δανικά

Μετάφραση: συνεταιρισμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
partnerskab, partnerskabet, samarbejde, partnerskaber
Συνεταιρισμός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεταιρισμός

συνεταιρισμός υδραυλικών λάρισας, συνεταιρισμός υδραυλικών βόλου, συνεταιρισμός ζωγράφου, συνεταιρισμός νομική μορφή, συνεταιρισμός γυναικών, συνεταιρισμός λεξικό γλώσσας δανικά, συνεταιρισμός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • συνεσταλμένος στα δανικά - bange, genert, sky, frygtsom, tilbageholdende, frygtsomme
  • συνετά στα δανικά - klogt, fornuftigt, omtanke, med omtanke
  • συνετό στα δανικά - klog, klogt, kloge, wise, vise
  • συνετός στα δανικά - klog, vis, forsigtig, en forsigtig, fornuftig, forsigtigt, forsigtige
Τυχαίες λέξεις
Συνεταιρισμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: partnerskab, partnerskabet, samarbejde, partnerskaber