Συνεταιρισμός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: συνεταιρισμός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
партнерство, партнерството, партнерски, партнерства, соработка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεταιρισμός
συνεταιρισμός υδραυλικών λάρισας, συνεταιρισμός υδραυλικών βόλου, συνεταιρισμός ζωγράφου, συνεταιρισμός νομική μορφή, συνεταιρισμός γυναικών, συνεταιρισμός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συνεταιρισμός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- συνεσταλμένος στα σλαβομακεδονικά - срамежливи, срамежливо, кротко, плашлив, срамежлив
- συνετά στα σλαβομακεδονικά - мудро, умно, паметно, разумно, мудро се
- συνετό στα σλαβομακεδονικά - мудра, мудар, мудро, мудриот, мудри
- συνετός στα σλαβομακεδονικά - претпазливо, прудентна, прудентно, прудентната, разумната
Τυχαίες λέξεις
Συνεταιρισμός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: партнерство, партнерството, партнерски, партнерства, соработка
Μεταφράσεις: партнерство, партнерството, партнерски, партнерства, соработка