Συνεταιρισμός στα ουγγρικά

Μετάφραση: συνεταιρισμός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
társaság, partnerség, partnerségi, partnerséget, partneri
Συνεταιρισμός στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεταιρισμός

συνεταιρισμός υδραυλικών λάρισας, συνεταιρισμός υδραυλικών βόλου, συνεταιρισμός ζωγράφου, συνεταιρισμός νομική μορφή, συνεταιρισμός γυναικών, συνεταιρισμός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, συνεταιρισμός στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • συνεσταλμένος στα ουγγρικά - megbokrosodás, elfutó, félénk, bátortalan, félénkek, félénken
  • συνετά στα ουγγρικά - bölcsen, okosan, bölcs
  • συνετό στα ουγγρικά - üdvös, bölcs, bölcs dolog, bölcsek, okos, a bölcs
  • συνετός στα ουγγρικά - jótékony, üdvös, körültekintő, prudens, óvatos, megfontolt, a prudens
Τυχαίες λέξεις
Συνεταιρισμός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: társaság, partnerség, partnerségi, partnerséget, partneri