Συνεταιρισμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: συνεταιρισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vennootschap, partnerschap, samenwerking, partnership, samenwerkingsverband
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεταιρισμός
συνεταιρισμός υδραυλικών λάρισας, συνεταιρισμός υδραυλικών βόλου, συνεταιρισμός ζωγράφου, συνεταιρισμός νομική μορφή, συνεταιρισμός γυναικών, συνεταιρισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνεταιρισμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συνεσταλμένος στα ολλανδικά - bevangen, bang, bedeesd, benepen, beschroomd, timide, verlegen, ...
- συνετά στα ολλανδικά - verstandig, wijselijk, wijs, verstandig te, wijsheid
- συνετό στα ολλανδικά - raadzaam, wijs, verstandig, wijze, wijzen, verstandige
- συνετός στα ολλανδικά - vroed, verstandig, wijs, raadzaam, voorzichtig, voorzichtige, prudente, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνεταιρισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vennootschap, partnerschap, samenwerking, partnership, samenwerkingsverband
Μεταφράσεις: vennootschap, partnerschap, samenwerking, partnership, samenwerkingsverband