Συνεταιρισμός στα τούρκικα
Μετάφραση: συνεταιρισμός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ortaklık, ortaklığı, Partnership, işbirliği, bir ortaklık
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεταιρισμός
συνεταιρισμός υδραυλικών λάρισας, συνεταιρισμός υδραυλικών βόλου, συνεταιρισμός ζωγράφου, συνεταιρισμός νομική μορφή, συνεταιρισμός γυναικών, συνεταιρισμός λεξικό γλώσσας τούρκικα, συνεταιρισμός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- συνεσταλμένος στα τούρκικα - çekingen, utangaç, ürkek, korkak, ürkek bir
- συνετά στα τούρκικα - akıllıca, bilgece, akılcı
- συνετό στα τούρκικα - bilge, akıllıca, akıllı, wise, akıllıca bir
- συνετός στα τούρκικα - akıllı, ihtiyatlı, basiretli, tedbirli, sağduyulu, ihtiyatlı bir
Τυχαίες λέξεις
Συνεταιρισμός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ortaklık, ortaklığı, Partnership, işbirliği, bir ortaklık
Μεταφράσεις: ortaklık, ortaklığı, Partnership, işbirliği, bir ortaklık