Συνεταιρισμός στα ρουμανικά
Μετάφραση: συνεταιρισμός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
asociere, parteneriat, parteneriatului, de parteneriat, parteneriatul
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεταιρισμός
συνεταιρισμός υδραυλικών λάρισας, συνεταιρισμός υδραυλικών βόλου, συνεταιρισμός ζωγράφου, συνεταιρισμός νομική μορφή, συνεταιρισμός γυναικών, συνεταιρισμός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, συνεταιρισμός στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- συνεσταλμένος στα ρουμανικά - sfios, timid, timidă, timide, timizi, timida
- συνετά στα ρουμανικά - înțelept, înțelepciune, cu înțelepciune, intelepciune, cu intelepciune
- συνετό στα ρουμανικά - înțelept, înțeleaptă, înțelepți, intelept, inteleapta
- συνετός στα ρουμανικά - înţelept, impertinent, prudent, prudentă, prudente, prudenta, prudență
Τυχαίες λέξεις
Συνεταιρισμός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: asociere, parteneriat, parteneriatului, de parteneriat, parteneriatul
Μεταφράσεις: asociere, parteneriat, parteneriatului, de parteneriat, parteneriatul