Συνεταιρισμός στα σουηδικά
Μετάφραση: συνεταιρισμός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kooperativ, partnerskap, partnerskapet, samarbete, partnerskaps, samarbetet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεταιρισμός
συνεταιρισμός υδραυλικών λάρισας, συνεταιρισμός υδραυλικών βόλου, συνεταιρισμός ζωγράφου, συνεταιρισμός νομική μορφή, συνεταιρισμός γυναικών, συνεταιρισμός λεξικό γλώσσας σουηδικά, συνεταιρισμός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- συνεσταλμένος στα σουηδικά - blyg, rädd, skygg, kasta, blyga, blygsamma, skygga
- συνετά στα σουηδικά - klokt, klokt sätt, ett klokt sätt, ett klokt, på ett klokt sätt
- συνετό στα σουηδικά - klokt, vis, klok, kloka, vise
- συνετός στα σουηδικά - vettig, klok, vis, försiktig, klokt, ansvarsfull, försiktiga, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνεταιρισμός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: kooperativ, partnerskap, partnerskapet, samarbete, partnerskaps, samarbetet
Μεταφράσεις: kooperativ, partnerskap, partnerskapet, samarbete, partnerskaps, samarbetet