Συνεταιρισμός στα ιταλικά

Μετάφραση: συνεταιρισμός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
associazione, partenariato, collaborazione, di partenariato, partnership di
Συνεταιρισμός στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεταιρισμός

συνεταιρισμός υδραυλικών λάρισας, συνεταιρισμός υδραυλικών βόλου, συνεταιρισμός ζωγράφου, συνεταιρισμός νομική μορφή, συνεταιρισμός γυναικών, συνεταιρισμός λεξικό γλώσσας ιταλικά, συνεταιρισμός στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • συνεσταλμένος στα ιταλικά - timido, timoroso, timida, timidi, timide
  • συνετά στα ιταλικά - saggiamente, sapientemente, saggezza, con saggezza, saggio
  • συνετό στα ιταλικά - consigliabile, saggio, saggia, saggi, sapiente, savio
  • συνετός στα ιταλικά - assennato, consigliabile, caritatevole, ragionevole, saggio, benevolo, savio, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνεταιρισμός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: associazione, partenariato, collaborazione, di partenariato, partnership di