Συνεταιρισμός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συνεταιρισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parceria, de parceria, parcerias, sociedade, parceria de
Συνεταιρισμός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεταιρισμός

συνεταιρισμός υδραυλικών λάρισας, συνεταιρισμός υδραυλικών βόλου, συνεταιρισμός ζωγράφου, συνεταιρισμός νομική μορφή, συνεταιρισμός γυναικών, συνεταιρισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνεταιρισμός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συνεσταλμένος στα πορτογαλικά - timorato, obturador, tímido, horário, tímida, tímidos, tímidas, ...
  • συνετά στα πορτογαλικά - sabiamente, com sabedoria, sabedoria, sàbiamente, sábia
  • συνετό στα πορτογαλικά - aconselhável, sábio, sensato, sábia, sábios, wise
  • συνετός στα πορτογαλικά - prudente, julgamento, ajuizado, sensato, aconselhável, sábio, são, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνεταιρισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: parceria, de parceria, parcerias, sociedade, parceria de