Συνεταιρισμός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: συνεταιρισμός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
партнёрства, партнэрства
Συνεταιρισμός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεταιρισμός

συνεταιρισμός υδραυλικών λάρισας, συνεταιρισμός υδραυλικών βόλου, συνεταιρισμός ζωγράφου, συνεταιρισμός νομική μορφή, συνεταιρισμός γυναικών, συνεταιρισμός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, συνεταιρισμός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • συνεσταλμένος στα λευκορωσικά - нясмелы, кволы, баязлівы, сарамлівы, непалахлівы
  • συνετά στα λευκορωσικά - мудра, мудро, разумна
  • συνετό στα λευκορωσικά - мудры, Гуру, мудрый, мудрую
  • συνετός στα λευκορωσικά - разважлівы, разумны, разумны мае, а разумны, благаразумны
Τυχαίες λέξεις
Συνεταιρισμός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: партнёрства, партнэрства