Απομόνωση στα εσθονικά

Μετάφραση: απομόνωση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haare, sidur, isolatsioon, eraldusvõrk, isolatsiooni, isoleerimine, isoleerimise
Απομόνωση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομόνωση

απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση λεξικό γλώσσας εσθονικά, απομόνωση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • απομονωμένος στα εσθονικά - eristuses, eraldatud, eristatud, isoleeritud, eraldatakse, üksikute, isoleeritakse
  • απομονώνω στα εσθονικά - eraldama, isoleerima, isoleerida, eraldada, isoleerimiseks, isoleerib
  • απονέμω στα εσθονικά - haldama, jaotama, levitama, manustama, tasu, auhind, vabastama, ...
  • απονομή στα εσθονικά - vabastus, käsuseadus, väljajagamine, annetamine, pädevuse andmine, volitusest, omistamisel
Τυχαίες λέξεις
Απομόνωση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: haare, sidur, isolatsioon, eraldusvõrk, isolatsiooni, isoleerimine, isoleerimise