Απομόνωση στα ρουμανικά
Μετάφραση: απομόνωση, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ambreiaj, izolare, izolarea, de izolare, Izolatie, izolat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απομόνωση
απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση λεξικό γλώσσας ρουμανικά, απομόνωση στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- απομονωμένος στα ρουμανικά - izolat, izolate, izolată, izolata, izolați
- απομονώνω στα ρουμανικά - izola, izoleze, izolarea, a izola, izolat
- απονέμω στα ρουμανικά - împărți, mete, voi măsura, distribui
- απονομή στα ρουμανικά - Acordarea, Atribuirea, conferirea, conferire, decernare
Τυχαίες λέξεις
Απομόνωση στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: ambreiaj, izolare, izolarea, de izolare, Izolatie, izolat
Μεταφράσεις: ambreiaj, izolare, izolarea, de izolare, Izolatie, izolat