Απομόνωση στα σουηδικά

Μετάφραση: απομόνωση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
isolering, isoleringen, isolerings, isolerat, isolerade
Απομόνωση στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομόνωση

απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση λεξικό γλώσσας σουηδικά, απομόνωση στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • απομονωμένος στα σουηδικά - ensam, avskild, isolerade, isolerat, isolerad, isoleras, isolerades
  • απομονώνω στα σουηδικά - isolera, isolering, isolerar, isolering av, isolat
  • απονέμω στα σουηδικά - förvalta, tillerkänna, fördela, tilldela, mete, utmäta, avmäta, ...
  • απονομή στα σουηδικά - promotions, tilldelning, promotionen, promotion, Beviljandet
Τυχαίες λέξεις
Απομόνωση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: isolering, isoleringen, isolerings, isolerat, isolerade