Απομόνωση στα τούρκικα

Μετάφραση: απομόνωση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
izolasyon, yalıtım, izolasyonu, yalıtımı, izole
Απομόνωση στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομόνωση

απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση λεξικό γλώσσας τούρκικα, απομόνωση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • απομονωμένος στα τούρκικα - yalıtılmış, izole, izole edilmiş, izole edilmiş bir, izole bir
  • απομονώνω στα τούρκικα - yalıtmak, izole, ayırmak, izole etmek, tecrit
  • απονέμω στα τούρκικα - bölüştürmek, mete, ölçmek
  • απονομή στα τούρκικα - ödüllendirme, bahşetme
Τυχαίες λέξεις
Απομόνωση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: izolasyon, yalıtım, izolasyonu, yalıtımı, izole