Απομόνωση στα ιταλικά

Μετάφραση: απομόνωση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avvinghiare, adunghiare, frizione, ghermire, innesto, isolamento, di isolamento, l'isolamento, isolato, isolatamente
Απομόνωση στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομόνωση

απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση λεξικό γλώσσας ιταλικά, απομόνωση στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • απομονωμένος στα ιταλικά - isolato, unico, separato, isolata, isolati, isolate, isolated
  • απομονώνω στα ιταλικά - isolare, di isolare, isolare i, isolamento, isolare le
  • απονέμω στα ιταλικά - amministrare, propagare, distribuire, diffondere, dispensare, spargere, concedere, ...
  • απονομή στα ιταλικά - conferimento, attribuzione, il conferimento, di conferimento, conferimenti
Τυχαίες λέξεις
Απομόνωση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: avvinghiare, adunghiare, frizione, ghermire, innesto, isolamento, di isolamento, l'isolamento, isolato, isolatamente