Απομόνωση στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: απομόνωση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изолација, изолацијата, изолирање, изолираност, изолација на
Απομόνωση στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομόνωση

απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, απομόνωση στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • απομονωμένος στα σλαβομακεδονικά - изолирани, изолираните, изолиран, изолирана, изолирано
  • απομονώνω στα σλαβομακεδονικά - изолирање, изолираат, изолира, изолираме, се изолира
  • απονέμω στα σλαβομακεδονικά - Одмерување, одмери, раздавам, му одмери, mete
  • απονομή στα σλαβομακεδονικά - conferment
Τυχαίες λέξεις
Απομόνωση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: изолација, изолацијата, изолирање, изолираност, изолација на