Απομόνωση στα ισλανδικά
Μετάφραση: απομόνωση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einangrun, einangra, að einangra, einangrunar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απομόνωση
απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, απομόνωση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- απομονωμένος στα ισλανδικά - einangruð, einangrað, einangraður, einangraða, einangraðir
- απομονώνω στα ισλανδικά - einangra, að einangra, einangrað
- απονέμω στα ισλανδικά - veita, mete
- απονομή στα ισλανδικά - conferment
Τυχαίες λέξεις
Απομόνωση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: einangrun, einangra, að einangra, einangrunar
Μεταφράσεις: einangrun, einangra, að einangra, einangrunar