Απομόνωση στα ουγγρικά

Μετάφραση: απομόνωση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kuplung, elkülönülés, visszavonultság, elzárkózás, elzárkózottság, szigetelés, elszigeteltség, izolálása, elkülönítési, izolálás
Απομόνωση στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομόνωση

απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, απομόνωση στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • απομονωμένος στα ουγγρικά - elvonult, elszigetelt, izolált, elkülönített, szigetelt, elválasztott
  • απομονώνω στα ουγγρικά - izolál, izolálja, elkülöníteni, izolátum, izolálására
  • απονέμω στα ουγγρικά - pályadíj, diploma, szétoszt, mér, got, got szolgáltatni, határkő
  • απονομή στα ουγγρικά - szétosztás, adományozás, felhatalmazásából, átruházás, ruháznák, ruházott
Τυχαίες λέξεις
Απομόνωση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kuplung, elkülönülés, visszavonultság, elzárkózás, elzárkózottság, szigetelés, elszigeteltség, izolálása, elkülönítési, izolálás