Βοηθητικός στα ισλανδικά

Μετάφραση: βοηθητικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tengd, hjálparhópur, hjálparefni, hjálparvélar, hjálparefnið
Βοηθητικός στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βοηθητικός

βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός στο στρατό, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικόσ χώροσ, βοηθητικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, βοηθητικός στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • βοήθεια στα ισλανδικά - hjálp, fylgja, styðja, aðstoð, gagn, fylgi, hjálpa, ...
  • βοήθημα στα ισλανδικά - hjálp, aðstoð, aðstoðin, aðstoðar, skyndihjálp
  • βοηθός στα ισλανδικά - fylgi, aðstoð, hjálp, aðstoðarmaður, gagn, Assistant, aðstoðarframkvæmdastjóri, ...
  • βοηθώ στα ισλανδικά - aðstoð, hjálp, hjálpa, hjálpað, að hjálpa, hjálpar
Τυχαίες λέξεις
Βοηθητικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: tengd, hjálparhópur, hjálparefni, hjálparvélar, hjálparefnið